- ἀγκάλας
- ἀγκάλᾱς , ἀγκάληbent armfem acc plἀγκάλᾱς , ἀγκάληbent armfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνυποκορίζω — Μ καλώ κάτι με υποκοριστικό όνομα σύμφωνα με κάτι άλλο («τὰς ἀγκάλας ἀγκαλίδας εἰπὼν συνυποκορίζει αὐτὰς τῇ βραχύτητι τοῡ ἐγκοιμωμένου αὐταῑς βρεφυλλίου», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὑποκορίζω, ομαι «χρησιμοποιώ υποκοριστικές λέξεις»] … Dictionary of Greek